- περασιμος
- περάσιμος2(ᾱ) могущий быть перейденным, доступный для переправы, проходимый
(τὸ ρεῦμα Plut.; ἅπας ἀέρ αἰετῷ π. Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ρεῦμα Plut.; ἅπας ἀέρ αἰετῷ π. Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περάσιμος — περά̱σιμος , περάσιμος that may be crossed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περάσιμος — ον, Α [πέρασις] 1. αυτός μέσα από τον οποίο μπορεί να περάσει κάποιος, ο διαβατός 2. αυτός που αναφέρεται στη διάβαση, στο πέρασμα … Dictionary of Greek
περάσιμον — περά̱σιμον , περάσιμος that may be crossed masc/fem acc sg περά̱σιμον , περάσιμος that may be crossed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περασιμώτεραι — περᾱσιμώτεραι , περάσιμος that may be crossed fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περάσιμα — περά̱σιμα , περάσιμος that may be crossed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περάσιμοι — περά̱σιμοι , περάσιμος that may be crossed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)